- κεραμίτις
- η (Α κεραμῑτις, -ιδος) [κέραμος]φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμααρχ.πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραμῖτις — of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμῖτι — κεραμῖτις of fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμῖτιν — κεραμῖτις of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεραμίτιδα — κεραμί̱τιδα , κεραμῖτις of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίτιδι — κεραμί̱τιδι , κεραμῖτις of fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίτιδος — κεραμί̱τιδος , κεραμῖτις of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)